περσικών
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
ῶνος, ὁ, peach-orchard, IG22.2776.91, 113.
Greek Monolingual
-ῶνος, ὁ, Α
κήπος με ροδακινιές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περσική «ροδακινιά» + επίθημα -ών (πρβλ. αμπελ-ών)].