ποινῆτις
From LSJ
τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses
English (LSJ)
ιδος, ἡ, avenging, AP7.745.5 (Antip. Sid.).
Greek (Liddell-Scott)
ποινῆτις: -ιδος, ἡ, ἡ ἐκδικουμένη, τιμωροῦσα, Ἀνθ. Π. 7. 745.
French (Bailly abrégé)
ιδος
adj. f. de ποινητήρ.
Greek Monolingual
-ήτιδος, ἡ, Α
αυτή που εκδικείται, που τιμωρεί, η εκδικήτρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποινῶμαι + επίθημα -τις (πρβλ. κυβερνῆ-τις)].
Greek Monotonic
ποινῆτις: -ιδος, ἡ (ποινάω), αυτή που εκδικείται, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ποινῆτις: ῐδος ἡ карательница, мстительница (π. Ἐρινύς Anth.).