πολυήλιος
From LSJ
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
English (LSJ)
ον, much-sunned, very sunny, Sch.E.Andr.534.
German (Pape)
[Seite 662] viel besonnt, Schol. Eur. Androm. 535.
Greek (Liddell-Scott)
πολυήλιος: -ον, ὁ πολὺν ἥλιον ἔχων, λίαν εὐήλιος, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἀνδρ. 534.
Greek Monolingual
-ον, Α
ηλιόλουστος, ευήλιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ἥλιος (πρβλ. ευήλιος)].