ποταμιαῖος
From LSJ
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
α, ον, = ποτάμιος (which is v.l. in Arist.), Arist.Mete.353b28, Ruf.Fr.66.
Greek (Liddell-Scott)
ποταμιαῖος: -α, -ον, = ποτάμιος, (ὅπερ εἶναι διάφ. γραφ.), Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 1, 6.
Greek Monolingual
-αία, -ον, Α
ποτάμιος («ποταμιαῖα ὕδατα», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. νωτ-ιαῖος)].
Russian (Dvoretsky)
ποτᾰμιαῖος: Arst. = ποτάμιος.