προΐωξις

From LSJ
Revision as of 15:45, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt

Menander, Monostichoi, 383
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προΐωξις Medium diacritics: προΐωξις Low diacritics: προΐωξις Capitals: ΠΡΟΪΩΞΙΣ
Transliteration A: proḯōxis Transliteration B: proiōxis Transliteration C: proioksis Beta Code: proi/+wcis

English (LSJ)

[ῑ], ἡ, pursuit of the foremost, opp. παλίωξις, Hes.Sc. 154.

Greek (Liddell-Scott)

προΐωξις: [ῑ], ἡ, προδίωξις, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ παλίωξις, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 154, ἔνθα ἴδε Σχόλ.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de poursuivre, poursuite.
Étymologie: πρό, ἰώκω.

Greek Monolingual

-ώξεως, ἡ, Α
η εκ τών προτέρων καταδίωξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἴωξις «επίθεση, καταδίωξη στη μάχη»].

Greek Monotonic

προΐωξις: [ῑ], ἡ, αναζήτηση πρωτιάς, επιδίωξη διάκρισης, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

προΐωξις: ιος (ῑω) ἡ преследование Hes.