πυρράκης
From LSJ
ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ → be hospitable to guests; you too will be a guest
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ, red. ruddy, LXX 1 Ki.16.12, al., PPetr.3p.1 (iii B.C.), PCair.Zen.76.11 (iii B.C.): acc. sg. written πυρράκη ib.374.5; also πυρράκων, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
πυρράκης: [ᾰ], -ου, ὁ, κόκκινος, κοκκινωπός, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. ΙϚ΄, 12), ὡσαύτως πυρράκων, «πυρράκης, ξανθός, καὶ πυρράκων ὁμοίως» Σουΐδ.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ
1. (κατά το λεξ. Σούδα) «πυρράκης, ξανθὸς καὶ πυρράκων ὁμοίως»
2. κοκκινωπός, ροδαλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρρός «ερυθρός, κοκκινωπός» + επίθημα -άκης (πρβλ. μανδ-άκης)].