σκληροειδής

From LSJ
Revision as of 18:00, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf

Menander, Monostichoi, 285
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκληροειδής Medium diacritics: σκληροειδής Low diacritics: σκληροειδής Capitals: ΣΚΛΗΡΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: sklēroeidḗs Transliteration B: sklēroeidēs Transliteration C: skliroeidis Beta Code: sklhroeidh/s

English (LSJ)

ές, of hard nature or kind, Hsch. s.v. ἶπες.

German (Pape)

[Seite 900] ές, von harter Art, Hesych. v. ἶπες.

Greek (Liddell-Scott)

σκληροειδής: -ές, ὁ ἔχων φύσιν σκληρὰν ἢ σκληρὸς τὸ εἶδος, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ές, Α
(κατά τον Ησύχ.) σκληρός ως προς τη φύση του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + -ειδής].