σποδοειδής

From LSJ
Revision as of 18:15, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σποδοειδής Medium diacritics: σποδοειδής Low diacritics: σποδοειδής Capitals: ΣΠΟΔΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: spodoeidḗs Transliteration B: spodoeidēs Transliteration C: spodoeidis Beta Code: spodoeidh/s

English (LSJ)

ές, ashy, ash-coloured, Hp.Epid.7.92, Arist.HA592b6, 617b4, LXX Ge.30.39, al.

German (Pape)

[Seite 923] aschartig, -farbig, grau oder isabellfarben, Arist. H. A. 8, 3.

Greek (Liddell-Scott)

σποδοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς τέφραν, τεφρόχρους, ὡς τὸ σπόδιος, Ἱππ. 1221Β, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 2., 9. 22, 2· - οὕτω σποδιώδης, ες, Ἐρωτιαν.

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
όμοιος με την σποδό ως προς το χρώμα, σταχτής
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο σποδοειδής
(ορυκτ.) άλλη ονομασία του σποδουμένου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σποδός «στάχτη» + -ειδής].

Russian (Dvoretsky)

σποδοειδής: пепельный (τὸ χρῶμα Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σποδοειδής -ές [σποδός, εἶδος] lijkend op as, asachtig.