στράγγευμα

From LSJ
Revision as of 18:25, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στράγγευμα Medium diacritics: στράγγευμα Low diacritics: στράγγευμα Capitals: ΣΤΡΑΓΓΕΥΜΑ
Transliteration A: strángeuma Transliteration B: strangeuma Transliteration C: straggevma Beta Code: stra/ggeuma

English (LSJ)

ατος, τό, act of hesitation or delay, dub.cj. in Plu.Alex. 68 for στράτευμα codd. (τραῦμα Reiske).

German (Pape)

[Seite 950] τό, = σταγγεία, zw.

Greek (Liddell-Scott)

στράγγευμα: τό, δισταγμός, ὄκνος ἢ βραδύτης, ἀργοπορία, πιθαν. γραφ. παρὰ Πλουτ. ἐν Ἀλεξ. 58.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
hésitation, lenteur.
Étymologie: στραγγεύομαι.

Greek Monolingual

τὸ, Α στραγγεύω
(αμφβλ. ανάγν.) καθυστέρηση, αναβολή.

Russian (Dvoretsky)

στράγγευμα: ατος τό колебание, медлительность Plut.