συναποφύω
From LSJ
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
English (LSJ)
cause to branch off with, of blood-vessels, Gal. UP4.11:—Pass., ib.10.2, al.
Greek Monolingual
Α
1. (για αιμοφόρα αγγεία) διακλαδίζομαι
2. (το μέσ.) συναποφύομαι
συνεκφύομαι, εκφύομαι μαζί με άλλον («ἅπασι γὰρ τοῖς ἀπ' ἐγκεφάλου νεύροις συναποφύεταί τις μοῑρα της χονδροειδοῦς μήνιγγος», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀποφύω «φυτρώνω»].
Greek Monolingual
Α
1. (για αιμοφόρα αγγεία) διακλαδίζομαι
2. (το μέσ.) συναποφύομαι
συνεκφύομαι, εκφύομαι μαζί με άλλον («ἅπασι γὰρ τοῖς ἀπ' ἐγκεφάλου νεύροις συναποφύεταί τις μοῑρα της χονδροειδοῦς μήνιγγος», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀποφύω «φυτρώνω»].