συνδαίτης
From LSJ
Τάς θύρας, τάς θύρας. Ἐν σοφία πρόσχωμεν. → the doors, the doors, in wisdom let us attend | The doors! The doors! In wisdom, let us be attentive!
English (LSJ)
ου, ὁ, = συνδαίτωρ, Luc.Ep.Sat.36; fem. voc. σύνδαιτι, Orph.H.55.10.
Greek (Liddell-Scott)
συνδαίτης: -ου ὁ. = συνδαίτωρ, Λουκ. Ἐπιστ. Κρον. 36· θηλ. κλητ. σύνδαιτι, Ὀρφ. Ὕμν. 55. 10.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
commensal, hôte.
Étymologie: σύν, δαίνυμι.
Greek Monolingual
ὁ, και τ. θηλ. στην κλητ. σύνδαιτι Α
ο συνδαιτυμόνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -δαίτης (< δαίομαι «τρώγω»), πρβλ. λαιμο-δαίτης].
Greek Monotonic
συνδαίτης: -ου, ὁ, = συνδαίτωρ, σε Λουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνδαίτης -ου, ὁ zie συνδαίτωρ.
Russian (Dvoretsky)
συνδαίτης: ου ὁ Luc. = συνδαίτωρ.