συνηρετέω

From LSJ
Revision as of 19:08, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνηρετέω Medium diacritics: συνηρετέω Low diacritics: συνηρετέω Capitals: ΣΥΝΗΡΕΤΕΩ
Transliteration A: synēretéō Transliteration B: synēreteō Transliteration C: synireteo Beta Code: sunhrete/w

English (LSJ)

work with, assist, befriend, τινι S.Aj.1329 (as Lob. from Hsch. (ξυνηρετίσεις· συνήσεις, συζυγήσεις) for συνηρετμεῖν) ἆρ' ὄλβος αὐτοῖς . . ξυνηρετεῖ; E.Fr.776 (prob. cj. for συνηρεφεῖ codd. Stob.); ξ. τύχαις adapt oneself to... ib.282.7 (but κἀξυπηρετεῖν (codd. Gal.) may be right).

Greek (Liddell-Scott)

συνηρετέω: συμπράττω, συνεργῶ, συμβοηθῶ, τινι Σοφ. Αἴ. 1329 (ὡς ὁ Λοβέκ. ἐκ τοῦ Ἡσυχ. (ἐν λέξ. συνηροτήσεις) ἀντὶ ξυνηρεμεῖν)· ἆρ’ ὅλβος αὐτοῖς... ξυνηρετεῖ; Εὐρ. Ἀποσπ. 773 (ὡς ὁ Dobree ἀντὶ συνηρεφεῖ)· ― ξυνηρέτης, ου, ὁ, «σύμφωνος· ὡς ὁ ἐναντίος, ἀντηρέτης» Φώτ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
c. συνηρετμέω.

Greek Monotonic

συνηρετέω: μέλ. -ήσω (ἐρέτης), κωπηλάτω από κοινού· γενικά, βοηθώ, συμβάλλω, συμπράττω, τινί, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

συνηρετέω: Soph. = συνηρετμέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνηρετέω, Att. ook ξυνηρετέω [σύν, ἐρέτης] mederoeier zijn, meeroeien; overdr. meewerken (met), helpen; met dat.

Middle Liddell

fut. ήσω ἐρέτης
to assist in rowing: generally, to assist, befriend, τινί Soph.