σφακτός
From LSJ
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
English (LSJ)
ή, όν, slain, slaughtered, δαίς E.Hec.1078 (lyr.) θηρία Rev.Arch.30(1929).29 (Gortyn, iv A.D.).
Greek (Liddell-Scott)
σφακτός: -ή, -όν, ἐσφασμένος, πεφονευμένος, σφακτὰν κυσὶ φοινίαν δαῖτα Εὐρ. Ἑκ. 1077.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
égorgé, immolé.
Étymologie: σφάζω.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
βλ. σφαχτός.
Russian (Dvoretsky)
σφακτός: [adj. verb. к σφάζω заколотый, зарезанный: σφακτὴ κυσὶν δαίς Eur. зарезанная (и брошенная) собакам добыча.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σφακτός -ή -όν [σφάζω] (af)geslacht, afgemaakt.