φειδός
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ή, όν, sparing, thrifty, Com.Adesp.101: written φιδός by Call. (Fr.460) acc. to EM791.12 (cod. V): Comp., φειδότερος ἐς τὰ χρήματα Democr.279: hence Com.pr.n. Φειδύλος, Philippid.6.
German (Pape)
[Seite 1260] sparsam, karg, auch φιδός; Callim. frg. 460; Eust.
Greek (Liddell-Scott)
φειδός: -ή, -όν, φειδόμενος, φειδωλός, Κωμικ. Ἀνώνυμ. 86· ὡσαύτως πλημμελῶς φιδός, Καλλ. Ἀποσπ. 460, πρβλ. Λοβεκ. Τεχνολ. σ. 280· ― Συγκρ., φειδότερος ἐς τὰ χρήματα Δημόκριτος παρὰ Στοβ. 475. 6. ― Κωμικ. κύριον ὄνομα Φειδύλος, ὡς τὸ μικκύλος, ἀπαντᾷ παρὰ Φιλιππίδῃ ἐν «Ἀνανεώσει» 2, πρβλ. Hor. 3 Od. 23. 2.
Greek Monolingual
-ή, -όν, ΜΑ, και φιδός, -όν, Α
φειδωλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του ρ. φείδομαι.
Russian (Dvoretsky)
φειδός: бережливый или скупой Democr.