φαλάκρα

From LSJ
Revision as of 19:35, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίωντὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort

Menander, Monostichoi, 367
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φᾰλάκρα Medium diacritics: φαλάκρα Low diacritics: φαλάκρα Capitals: ΦΑΛΑΚΡΑ
Transliteration A: phalákra Transliteration B: phalakra Transliteration C: falakra Beta Code: fala/kra

English (LSJ)

ἡ, bald bare hill, St.Byz.:—hence freq. as a placename.

German (Pape)

[Seite 1252] ἡ, die Kahlheit, der kahle Kopf, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φᾰλάκρα: ἡ, ὡς καὶ νῦν, φαλακρότης, Φαλάκρας ἐγκώμιον, πραγματεία τις τοῦ Συνεσίου (72Α) οὕτως ἐπιγραφομένη. ΙΙ. ἄδενδρος γυμνὴ ἄκρα ὄρους «Φαλάκραι, ἄκρα τῆς Ἴδης, ἥτις οὐκ ἔχει ζῶν φυτὸν διὰ τὴν χιόνα καὶ τὸν κρύσταλλον, ἀλλ’ ἐψίλωται· καὶ πάντα δὲ τὰ ἐψιλωμένα ὄρη ἐλέγοντο φαλάκραι» Στέφ. Βυζ.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και φαράκλα Ν
η μερική ή ολική έλλειψη μαλλιών της κεφαλής
νεοελλ.
συνεκδ. το γυμνό από τρίχες μέρος του κρανίου
μσν.-αρχ.
άδενδρη, γυμνή άκρη όρους
αρχ.
φρ. «Φαλάκρας ἐγκώμιον» — τίτλος πραγματείας του Συνεσίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαλακρά, θηλ. του επιθ. φαλακρός, με αναβιβασμό του τόνου].