φρενογηθής
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
ές, heart-gladdening, AP9.525.22.
German (Pape)
[Seite 1304] ές, frohes Herzens, das Herz erfreuend, so heißt Apollo in einem Hymn. (IX, 525).
Greek (Liddell-Scott)
φρενογηθής: -ές, ὁ ἐμποιῶν χαρὰν εἰς τὰς φρένας, Ἀνθ. Π. 9. 525, 22.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui réjouit le cœur.
Étymologie: φρήν, γηθέω.
Spanish
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που προκαλεί χαρά, ευφορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + -γηθής (< γῆθος < γηθέω «χαίρομαι»), πρβλ. πολυ-γηθής, πλουτο-γᾱθής].
Greek Monotonic
φρενογηθής: -ές (γηθέω), αυτός που φέρνει χαρά στο μυαλό, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
φρενογηθής: веселящий душу, проливающий радость (Ἀπόλλων Anth.).