φρεῖαρ
From LSJ
English (LSJ)
v. φρέαρ.
German (Pape)
[Seite 1304] τό, ion. u. poet. statt φρέαρ; Il. 21, 197; Nic. Th. 486.
Greek (Liddell-Scott)
φρεῖαρ: ᾰτος, τό, Ἐπικ. ἀντὶ φρέαρ, Ἰλ. Φ. 197, Νικ. Θηρ. 486.
French (Bailly abrégé)
ion. c. φρέαρ.
English (Autenrieth)
ατος: well, pl., Il. 21.197†.
Greek Monolingual
-είατος, τὸ, Α
(επικ. τ.) βλ. φρέαρ.
Russian (Dvoretsky)
φρεῖαρ: ᾰτος τό эп. = φρέαρ.