χλοεροτρόφος

From LSJ
Revision as of 20:15, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένοςexcept for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χλοεροτρόφος Medium diacritics: χλοεροτρόφος Low diacritics: χλοεροτρόφος Capitals: ΧΛΟΕΡΟΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: chloerotróphos Transliteration B: chloerotrophos Transliteration C: chloerotrofos Beta Code: xloerotro/fos

English (LSJ)

ον, producing green grass, πεδίον E.Ph.826 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1359] junges Grün, grüne Kräuter nährend, hervorbringend, πεδίον Eur. Phoen. 833.

Greek (Liddell-Scott)

χλοεροτρόφος: -ον, ὁ παράγων χλόην, πράσινον χόρτον, χλοεροτρόφον .. πεδίον, «βοτανοτρόφον» (Σχόλ.), Εὐρ. Φοίν. 826.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui nourrit de la verdure nouvelle, un tendre gazon.
Étymologie: χλοερός, τρέφω.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που βγάζει πράσινο χόρτο («χλοεροτρόφον... πεδίον», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χλοερός + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. σταχυο-τρόφος].

Greek Monotonic

χλοεροτρόφος: -ον (τρέφω), αυτός που παράγει πράσινο γρασίδι, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

χλοεροτρόφος: производящий зелень, покрытый зеленью (πεδίον Eur.).

Middle Liddell

χλοερο-τρόφος, ον, τρέφω
producing green grass, Eur.