χλοαυγής

From LSJ
Revision as of 20:20, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Ῥᾷον βίον ζῇς, ἢν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Vivas facilius, coniugem si non alas → Dann lebst du leichter, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 468
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χλοαυγής Medium diacritics: χλοαυγής Low diacritics: χλοαυγής Capitals: ΧΛΟΑΥΓΗΣ
Transliteration A: chloaugḗs Transliteration B: chloaugēs Transliteration C: chloavgis Beta Code: xloaugh/s

English (LSJ)

ές, with a greenish lustre, Luc.Dom.11.

German (Pape)

[Seite 1359] ές, grünlich glänzend, Luc. de dom. 11.

Greek (Liddell-Scott)

χλοαυγής: -ές, ὁ ἔχων λάμψιν χλοεράν, Λουκ. περὶ Οἴκου 11.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui brille d'un vert tendre ou d'un jaune pâle.
Étymologie: χλόη, αὐγή.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που έχει πρασινωπή λάμψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χλόη + -αυγής (< αὐγή), πρβλ. νυκτ-αυγής, φωτ-αυγής].

Greek Monotonic

χλοαυγής: -ές (αὐγή), αυτός που έχει χλοερή λάμψη, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

χλοαυγής: отсвечивающий зеленью (τὸ κυαναυγές, εἰ σκιασθείη Luc.).

Middle Liddell

χλο-αυγής, ές αὐγή
with a greenish lustre, Luc.