χρηστόκαρπος
From LSJ
Τῶν γὰρ πενήτων εἰσὶν οἱ λόγοι κενοί → Haud pondus ullum pauperum verbis inest → Denn der Armen Worte haben kein Gewicht
English (LSJ)
ον, having good fruits, bearing good fruits, ib.3.6.
German (Pape)
[Seite 1376] gute Früchte tragend, hervorbringend, Strab. 6, 2,3.
Greek (Liddell-Scott)
χρηστόκαρπος: -ον, ὁ ἔχων ἢ παράγων καλοὺς καρπούς, χρηστόκαρπος χώρα Στράβων 282.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για τόπο) αυτός που παράγει καρπούς καλής ποιότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρηστός + καρπός (πρβλ. ξηρό-καρπος)].