ψωμόδουλος
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, a slave to morsels of food, Hsch. s.v. ἐνθεσίδουλος.
German (Pape)
[Seite 1406] ὁ, Bissendiener, Schmarotzer.
Greek (Liddell-Scott)
ψωμόδουλος: ὁ, δοῦλος τεμαχίων τροφῆς, δοῦλος τῆς «βούκας», Ἡσύχ. ἐν λ. ἐνθεσίδουλος.
Greek Monolingual
ὁ, Α
δούλος μιας μπουκιάς ψωμιού, ἐνθεσίδουλος, κοιλιόδουλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψωμός «μπουκιά, κομμάτι» + δοῦλος.