γελάσιμος
From LSJ
English (LSJ)
ον, laughable, Stratt.72, Luc.Somn.5: less correct than γέλοιος, Phryn.206.
German (Pape)
[Seite 479] ον, lächerlich, Luc. Somn. 5 u. Sp., als unattisch getadelt, Phryn. 226, aus Strattis angef.
Greek (Liddell-Scott)
γελάσιμος: -ον, γέλωτος ἄξιος, Στράττις ἐν Ἀδήλ. 13· ― τύπος ἧττον δόκιμος τοῦ γέλοιος, κατὰ τὸν Φρύν. 226.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
risible, ridicule.
Étymologie: γελάω.
Greek Monolingual
γελάσιμος, -ον (Α) γελώ
ο γελοίος.
Russian (Dvoretsky)
γελάσῐμος: (ᾰ) смешной Luc.