δάμνιππος

From LSJ
Revision as of 21:40, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

αἵματος ῥυέντος ἐκχλοιοῦνται → when the blood runs, they turn pale

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δάμνιππος Medium diacritics: δάμνιππος Low diacritics: δάμνιππος Capitals: ΔΑΜΝΙΠΠΟΣ
Transliteration A: dámnippos Transliteration B: damnippos Transliteration C: damnippos Beta Code: da/mnippos

English (LSJ)

ον, horse-taming, Orph.A.740.

German (Pape)

[Seite 522] Rosse bändigend, Orph. Arg. 738.

Greek (Liddell-Scott)

δάμνιππος: -ον, ὁ τοὺς ἵππους δαμάζων, Ὀρφ. Ἀργ. 738.

Spanish (DGE)

= δαμάσιππος -ου, ὁ, domador de caballos epít. de Atenea, Lamprocl.1, Corn.ND 20, de Lidia, B.3.23, de las amazonas, Orph.A.740 (δάμνιππος cód.).

Greek Monolingual

ο (Α δάμνιππος, -ον)
νεοελλ.
νεαρός ιππέας ο οποίος καβαλικεύει τα άλογα που για πρώτη φορά οδηγούνται σε ιππασία
αρχ.
όποιος δαμάζει ίππους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δαμν- του ρ. δάμνημι «δαμάζω» + ίππος].