δημοπράτης

From LSJ
Revision as of 22:00, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

κρυπτάδια φρονέοντα δικαζέμενharbour secret counsels

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δημοπράτης Medium diacritics: δημοπράτης Low diacritics: δημοπράτης Capitals: ΔΗΜΟΠΡΑΤΗΣ
Transliteration A: dēmoprátēs Transliteration B: dēmopratēs Transliteration C: dimopratis Beta Code: dhmopra/ths

English (LSJ)

[ᾱ], ου, ὁ, auctioneer of public goods, Poll.9.10.

Greek Monolingual

ο (Α δημοπράτης)
αυτός που πουλάει κάτι σε δημοπρασία
αρχ.
αυτός που εκποιεί δημόσια πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + -πράτης < πράτης < πιπράσκω «πουλάω»].