διασυγχέω
From LSJ
διαφέρει δὲ ἡ κωμῳδία τῆς τραγῳδίας, ὅτι ἡ μὲν κωμῳδία ἀπὸ γέλωτος εἰς γέλωτα καταλήγει, ἡ δὲ τραγῳδία ἀπὸ θρήνου εἰς θρῆνον → comedy is different from tragedy, because comedy tapers off from laughter into laughter, but tragedy from lament into lament
English (LSJ)
confuse utterly, Plu.2.1078a.
Greek (Liddell-Scott)
διασυγχέω: ἐντελῶς συγχέω, Πλούτ. 2. 1078Α.
French (Bailly abrégé)
confondre pêle-mêle.
Étymologie: διά, συγχέω.
Spanish (DGE)
1 mezclar vino y agua, Plu.2.1078a.
2 machacar, aplastar glos. a διαπαλύνω Hsch.δ 1611.