κακοκλεής
From LSJ
Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλος ὁ χρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.
English (LSJ)
ές, (κλέος) ill-famed, Tryph.127.
German (Pape)
[Seite 1300] ές, von schlechtem Rufe, αἶσχος, Tryph. 125.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰκοκλεής: -ές, (κλέος) κακὴν φήμην ἔχων, κακοκλεὲς αἶσχος Τρυφιόδ. 127.
Greek Monolingual
κακοκλεής, -ές (Α)
αυτός που έχει κακή φήμη, κακό όνομα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -κλεής (< κλέος), πρβλ. ισοκλεής, μεγαλοκλεής].