κατεμπάζω
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
= καταλαμβάνω, ὁπόταν χρειώ σε -εμπάζῃ Nic.Th.695.
German (Pape)
[Seite 1395] = simpl., Nic. Ther. 695, vom Schol. καταλαμβάνω erkl.
Greek (Liddell-Scott)
κατεμπάζω: καταλαμβάνω, κατεπείγω, Νικ. Θ. 695.
Greek Monolingual
κατεμπάζω (Α)
καταλαμβάνω («ὁπόταν χρειώ σε κατεμπάζῃ», Νίκ.).