κατισχάνω
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
Ep. form of κατίσχω, κατὰ σὸν νόον ἴσχᾰνε Od.19.42.
German (Pape)
[Seite 1402] = κατέχω, nur in tmesi, κατὰ σὸν νόον ἴσχανε Od. 19, 42.
Greek (Liddell-Scott)
κατισχάνω: Ἐπικ. τύπος τοῦ κατίσχω = κατέχω, κατὰ σὸν νόον ἴσχᾰνε Ὀδ. Τ. 42.
Greek Monolingual
κατισχάνω (Α)
συγκρατώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἰσχάνω «συγκρατώ, κατέχω»].
Greek Monotonic
κατισχάνω: Επικ. αντί κατίσχω, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
κατισχάνω: эп. (только in tmesi) = κατίσχω.