κεφαλοειδής

From LSJ
Revision as of 01:35, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ὁ μὴ πεπλευκὼς οὐδὲν ἑόρακεν κακόν → anyone who hasn't sailed has never seen trouble

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεφᾰλοειδής Medium diacritics: κεφαλοειδής Low diacritics: κεφαλοειδής Capitals: ΚΕΦΑΛΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: kephaloeidḗs Transliteration B: kephaloeidēs Transliteration C: kefaloeidis Beta Code: kefaloeidh/s

English (LSJ)

ές, shaped like a head, ὀρίγανος Hp.Int.6; λοβός Dsc.2.110; παρεξοχή Apollod.Poliorc.220.20; κορμός Oenom. ap. Eus.PE5.36.

German (Pape)

[Seite 1428] ές, kopfförmig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κεφᾰλοειδής: -ές, ἔχων τὸ σχῆμα κεφαλῆς, ὀρίγανον Ἱππ. 534. 41· κορμὸς Οἰνόμ. παρ’ Εὐσεβ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 234Β.

Greek Monolingual

-ές (Α κεφαλοειδής, -ές)
αυτός που έχει σχήμα κεφαλιού, αυτός που μοιάζει με κεφάλι («λοβὸς κεφαλοειδής», Διοσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο)- + -ειδής (< είδος), πρβλ. καρφοειδής, τραπεζοειδής].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεφαλοειδής -ές [κεφαλή, εἶδος] in de vorm van een hoofd.