κεφαλίτης

From LSJ
Revision as of 01:35, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεφᾰλίτης Medium diacritics: κεφαλίτης Low diacritics: κεφαλίτης Capitals: ΚΕΦΑΛΙΤΗΣ
Transliteration A: kephalítēs Transliteration B: kephalitēs Transliteration C: kefalitis Beta Code: kefali/ths

English (LSJ)

[ῑ] λίθος corner-stone, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1428] λίθος, ὁ, der Eckstein, Hesych.; vgl. Lob. zu Phryn. 700.

Greek (Liddell-Scott)

κεφᾰλίτης: λίθος, γωνιαῖος λίθος, Ἡσύχ., Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 700. ῑ.

Greek Monolingual

κεφαλίτης, ὁ (Α)
φρ. (κατά τον Ησύχ.) «κεφαλίτης λίθος» — ακρογωνιαίος λίθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλή + κατάλ. -ίτης (πρβλ. αυλίτης, οδίτης)].