κλέψ
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
English (LSJ)
ὁ, thief, prob. coined from βοῦκλεψ, Phryn.PSp.17 B.
German (Pape)
[Seite 1449] ὁ, der Dieb, der Etymologie wegen gebildet, Phryn. in B. A. 11, 33.
Greek Monolingual
κλέψ, -πός, ὁ (Α)
κλέφτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για νεολογισμό του Φρυνίχου που προήλθε μάλλον κατ' απόσπασιν από σύνθ., όπως π.χ. είναι το βοῦ-κλεψ].