κομπαστικός

From LSJ
Revision as of 02:15, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κομπαστικός Medium diacritics: κομπαστικός Low diacritics: κομπαστικός Capitals: ΚΟΜΠΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: kompastikós Transliteration B: kompastikos Transliteration C: kompastikos Beta Code: *kompastiko/s

English (LSJ)

ή, όν, braggart, Poll.9.146. Adv. -κῶς ib.147.

German (Pape)

[Seite 1479] großprahlerisch, aufschneiderisch, Poll. 9, 146; – auch adv., ib. 147.

Greek (Liddell-Scott)

κομπαστικός: -ή, -όν, ὁ κομπάζων ἀλαζών, ἀλαζονικός, Πολυδ. Θ΄, 146. Ἐπίρρ. -κῶς, αὐτόθι 147.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α κομπαστικός, -ή, -όν) κομπαστής
αυτός που γίνεται με κομπασμό, με αλαζονεία, αλαζονικός.
επίρρ...
κομπαστικώς και -ά (Α κομπαστικῶς)
με κομπασμό, αλαζονικά.