κράδανσις
From LSJ
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
English (LSJ)
[κρᾰ], εως, ἡ, quaking, of the earth, Epicur.Ep.2p.48U.
Greek (Liddell-Scott)
κράδανσις: -εως, ἡ, σεῖσις, κίνησις τῆς γῆς, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 105· Meibom. κραδασμός.
Greek Monolingual
κράδανσις, ἡ (Α) κραδαίνω
κραδασμός της γής, ο σεισμός.
Russian (Dvoretsky)
κράδανσις: εως (ρᾰ) ἡ колебание (земли), землетрясение Epicur. ap. Diog. L.