κρεμασία
From LSJ
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
English (LSJ)
suspendium, Gloss.
Greek Monolingual
κρεμασία, ἡ (Α)
κρέμασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρεμασ- (πρβλ. ε-κρέμασ-α, αόρ. του κρεμάννυμι) + κατάλ. -ία].