τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
Full diacritics: λαιόπους | Medium diacritics: λαιόπους | Low diacritics: λαιόπους | Capitals: ΛΑΙΟΠΟΥΣ |
Transliteration A: laiópous | Transliteration B: laiopous | Transliteration C: laiopous | Beta Code: laio/pous |
πουν, gen. ποδος, left-footed, Cyr.
λαιόπους, -ουν (Α)
αυτός που έχει μόνο το αριστερό πόδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαιός (ΙΙ) + πούς (πρβλ. ὠκύ-πους)].