λευκήπειρος
From LSJ
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
English (LSJ)
ον, with white soil, (πέτραι) Gp.2.6.39.
German (Pape)
[Seite 33] mit. weißem Lande, weißerdig, Geop.
Greek (Liddell-Scott)
λευκήπειρος: -ον, λευκόγεως, Γεωπ. 2. 6, 39.
Greek Monolingual
λευκήπειρος, -ον (Μ)
αυτός που έχει άσπρο χώμα, λευκόγειος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + ἤπειρος (πρβλ. μεσ-ήπειρος)].