λευχηπατίας
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
ου, ὁ, = λευκηπατίας, Suid.
German (Pape)
[Seite 36] = λευκηπατίας, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
λευχηπᾰτίας: -ου, ὁ, = λευκηπατίας, Σουΐδ.
Greek Monolingual
λευχηπατίας και λευκηπατίας, ὁ (Α) αυτός που έχει «άσπρο» συκώτι, δηλ. ο δειλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + ἡπατίας (< ἧπαρ, -ατος)].