λινόσπερμον
From LSJ
τοῦ εἰδέναι χάριν ἡ πραγματεία → knowledge is the object of our inquiry, the aim of our investigation is knowledge
English (LSJ)
τό, linseed, Dsc.2.103, Gal.6.549, Artem.1.68, Alex.Aphr.Pr. 1.67, POxy.103.13 (iv A. D.):—also λινόσπερμα, ατος, τό, Cleopatra ap.Gal.12.433, Hippiatr.54, Alex. Trall.12, v.l. in Gal.6.549.
German (Pape)
[Seite 49] Leinsaamen, Sp., wie Schol. Nic. Al. 134.
Greek Monolingual
λινόσπερμον, τὸ (Α)
λιναρόσπορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -σπερμον (< σπέρμα)].