μάτρυλλος
From LSJ
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
Full diacritics: μάτρυλλος | Medium diacritics: μάτρυλλος | Low diacritics: μάτρυλλος | Capitals: ΜΑΤΡΥΛΛΟΣ |
Transliteration A: mátryllos | Transliteration B: matryllos | Transliteration C: matryllos | Beta Code: ma/trullos |
ὁ, fem. μάτρυλλα, ἡ, pimp, Phryn.PSp.84B., Eust. 380.5.
[Seite 101] = μαστροπός, B. A. 48.
μάτρυλλος, ὁ (Α)
ο προαγωγός, ο μαστροπός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του μάτρυλλα με αλλαγή γένους].