μακρόπυλος
From LSJ
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
English (LSJ)
gloss on Τηλέπυλος, Sch.Od.10.82.
Greek (Liddell-Scott)
μακρόπῠλος: -ον, ὁ ἔχων ὑψηλὰς πύλας, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Κ. 82.
Greek Monolingual
μακρόπυλος, -ον (Α)
αυτός που έχει υψηλές πύλες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + πύλη (πρβλ. δί-πυλος)].