μελάγκραιρα
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, black-haired, of the Sibyl, Lyc.1464, Arist.Mir.838a9.
Greek (Liddell-Scott)
μελάγκραιρα: ἡ, ἡ μελανόθριξ τῆς Σεβίλλης, Λυκόφρ. 1464, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 95.
Greek Monolingual
μελάγκραιρα, ἡ (Α)
(για την Κυμαία Σίβυλλα) αυτή που έχει μαύρα μαλλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + κραῖρα «κεφαλή» (πρβλ. εύ-κραιρα, ορθό-κραιρα)].
Russian (Dvoretsky)
μελάγκραιρα: adj. f [ἡ κραῖρα «голова»] черноволосая (эпитет кумской сибиллы) Arst.