μιμώ
From LSJ
εἰς τὸν τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain
English (LSJ)
gen. όος, οῦς, ἡ, ape, Suid. s.v. πίθηκος.
German (Pape)
[Seite 188] οῦς, ἡ, der Nachahmende, der Affe, Tzetz., vgl. Suid. v. πίθηξ.
Greek (Liddell-Scott)
μῑμώ: γεν. -όος, -οῦς, ἡ, πίθηκος, «μαϊμοῦ», Εὐμάθ. 322, Σουΐδ. Τζέτζ.· πρβλ. κερδώ.
Greek Monolingual
η (ΑΜ μιμώ, -όος και -οῦς)
ο πίθηκος
νεοελλ.
η ηχώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῖμος + κατάλ. -ώ (πρβλ. ηχ-ώ)].