μητροκοίτης
From LSJ
Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich
English (LSJ)
ου, ὁ, incestuous person, Hippon. 14.
Greek Monolingual
μητροκοίτης, ὁ (Α)
αυτός που συνευρίσκεται με τη μητέρα του, ο αιμομίκτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + -κοίτης (< κοῖτος «κρεβάτι»), πρβλ. ανεμοκοίτης, δρυοκοίτης].