μητροκοίτης

From LSJ
Revision as of 04:25, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μητροκοίτης Medium diacritics: μητροκοίτης Low diacritics: μητροκοίτης Capitals: ΜΗΤΡΟΚΟΙΤΗΣ
Transliteration A: mētrokoítēs Transliteration B: mētrokoitēs Transliteration C: mitrokoitis Beta Code: mhtrokoi/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, incestuous person, Hippon. 14.

Greek Monolingual

μητροκοίτης, ὁ (Α)
αυτός που συνευρίσκεται με τη μητέρα του, ο αιμομίκτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + -κοίτης (< κοῖτος «κρεβάτι»), πρβλ. ανεμοκοίτης, δρυοκοίτης].