δρυοκοίτης

From LSJ

Ῥοπή ‘στιν ἡμῶνβίος, ὥσπερζυγός → Paulo momento, ut trutina, vita impellitur → Wie eine Waage hält das Leben Gleichgewicht

Menander, Monostichoi, 465
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δρῠοκοίτης Medium diacritics: δρυοκοίτης Low diacritics: δρυοκοίτης Capitals: ΔΡΥΟΚΟΙΤΗΣ
Transliteration A: dryokoítēs Transliteration B: dryokoitēs Transliteration C: dryokoitis Beta Code: druokoi/ths

English (LSJ)

δρυοκοίτου, ὁ, dweller on the oak, τέττιξ AP7.190 (Anyte or Leon.).

German (Pape)

[Seite 669] ὁ, auf der Eiche, dem Baume seine Lagerstätte habend, wohnend; τέττιξ Anyte 14 (VII, 190).

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui vit dans les chênes.
Étymologie: δρῦς, κοίτη.

Russian (Dvoretsky)

δρυοκοίτης: живущий на дубе, древесный (τέττιξ Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

δρυοκοίτης: -ου, ὁ, ὁ ἐπὶ τῆς δρυός οἰκῶν, διαμένων, τέττιξ Ἀνθ. Π. 7. 190.

Greek Monolingual

ο (Α δρυοκοίτης)
νεοελλ.
μικροσκοπικό ξυλοφάγο έντομο με καστανοκόκκινο χρώμα και σώμα καλυμμένο από πολύ λεπτές τρίχες (οικ. σκολυτίδες)
αρχ.
αυτός που κατοικεί πάνω σε δρυ («τέττιξ δρυοκοίτης»).

Greek Monotonic

δρυοκοίτης: -ου, ὁ (κοίτη), αυτός που ζει, κατοικεί στη βελανιδιά, τέττιξ, σε Ανθ.

Middle Liddell

δρυο-κοίτης, ου, n κοίτη
dweller on the oak, τέττιξ Anth.