δρυοκοίτης
Ῥοπή ‘στιν ἡμῶν ὁ βίος, ὥσπερ ὁ ζυγός → Paulo momento, ut trutina, vita impellitur → Wie eine Waage hält das Leben Gleichgewicht
English (LSJ)
δρυοκοίτου, ὁ, dweller on the oak, τέττιξ AP7.190 (Anyte or Leon.).
German (Pape)
[Seite 669] ὁ, auf der Eiche, dem Baume seine Lagerstätte habend, wohnend; τέττιξ Anyte 14 (VII, 190).
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
qui vit dans les chênes.
Étymologie: δρῦς, κοίτη.
Russian (Dvoretsky)
δρυοκοίτης: живущий на дубе, древесный (τέττιξ Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
δρυοκοίτης: -ου, ὁ, ὁ ἐπὶ τῆς δρυός οἰκῶν, διαμένων, τέττιξ Ἀνθ. Π. 7. 190.
Greek Monolingual
ο (Α δρυοκοίτης)
νεοελλ.
μικροσκοπικό ξυλοφάγο έντομο με καστανοκόκκινο χρώμα και σώμα καλυμμένο από πολύ λεπτές τρίχες (οικ. σκολυτίδες)
αρχ.
αυτός που κατοικεί πάνω σε δρυ («τέττιξ δρυοκοίτης»).
Greek Monotonic
δρυοκοίτης: -ου, ὁ (κοίτη), αυτός που ζει, κατοικεί στη βελανιδιά, τέττιξ, σε Ανθ.