μισητικός

From LSJ
Revision as of 04:35, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑσητικός Medium diacritics: μισητικός Low diacritics: μισητικός Capitals: ΜΙΣΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: misētikós Transliteration B: misētikos Transliteration C: misitikos Beta Code: mishtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, inclined to hate, Arr.Epict.1.18.9.

German (Pape)

[Seite 190] zum Hassen geneigt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μῑσητικός: -ή, -όν, ὁ ἐπιρρεπὴς εἰς τὸ μισεῖν, Ὠριγέν. κατὰ Κέλσου 4, σ. 195. - μισητικῶς, Ἐπίρρ., μετὰ μίσους, Βασίλ. Ι., 385Β.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
haineux.
Étymologie: μισέω.

Greek Monolingual

μισητικός, -ή, -όν (Α) μισητός
ο επιρρεπής στο μίσος, στο να μισεί.
επίρρ...
μισητικῶς (Α)
με μισητικό τρόπο, με μίσος.