ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
Full diacritics: μῠολόγος | Medium diacritics: μυολόγος | Low diacritics: μυολόγος | Capitals: ΜΥΟΛΟΓΟΣ |
Transliteration A: myológos | Transliteration B: myologos | Transliteration C: myologos | Beta Code: muolo/gos |
ὁ, = μυοθήρας, Gloss.
ο (Α μυολόγος)
μυοθήρας
νεοελλ.
επιστήμονας που ασχολείται με τη μελέτη της υφής, της δομής και της λειτουργίας του μυϊκού συστήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το μυολόγος < μῦς, μυός «ποντικός» + -λόγος].