μυριόφωνος
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
ον, with ten thousand voices, APl.5.362.
German (Pape)
[Seite 220] zehntausendstimmig, mit unzähligen Stimmen, δῆμος, Epigr. athl. stat. 33 (Plan. 362).
Greek (Liddell-Scott)
μῡριόφωνος: -ον, ὁ ἐκπέμπων μυρίας φωνάς, ὁ λαλῶν πολλὰς γλώσσας, Ἀνθ. Πλαν. 362.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux mille voix, aux voix innombrables.
Étymologie: μυρίοι, φωνή.
Greek Monolingual
μυριόφωνος, -ον (Α)
αυτός που μιλά πάρα πολλές γλώσσες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)- + -φωνος (< φωνή)].
Greek Monotonic
μῡριόφωνος: -ον (φωνή), αυτός που ηχεί με δέκα χιλιάδες φωνές, μυριόστομος, σε Ανθ.