ναουργός
From LSJ
περὶ οὐδὲν γὰρ οὕτως ὑπάρχει τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων βεβαιότης ὡς περὶ τὰς ἐνεργείας τὰς κατ' ἀρετήν → since none of man's functions possess the quality of permanence so fully as the activities in conformity with virtue
English (LSJ)
ὁ, temple-builder, ν. τέκτονες Ephes.3.75.
Greek Monolingual
ναουργός, ὁ (Α)
αυτός που κατασκευάζει, που οικοδομεί ναούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναός + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. στιχ-ουργός].