νησιάζω
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
= νησίζω 1, Str.1.3.18, Ph.1.622; ἄκρα νησιάζουσα peninsular, Stad.202.
Greek (Liddell-Scott)
νησιάζω: νησίζω, Στράβ. 58 (ἀλλὰ νησίζω, 59), 232: - ὡσαύτως, νησεύομαι, Ἐτυμολ. Μέγ. 25. 48.
Greek Monolingual
νησιάζω (Α) νήσος
1. νησίζω
2. φρ. «ἄκρα νησιάζουσα» — χερσόνησος.
Greek Monotonic
νησιάζω: = νησίζω, σε Στράβ.