νηπιοφροσύνη
From LSJ
πλέων επί οίνοπα πόντον επ' αλλοθρόους ανθρώπους → while sailing over the wine-dark sea to men of strange speech
English (LSJ)
ἡ, childishness, thoughtlessness, Eust.1418.60 (pl.).
Greek (Liddell-Scott)
νηπιοφροσύνη: ἡ, νηπιώδης φρόνησις, ἀφροσύνη, μωρία, Εὐστ. 1418. 60, ἐν τῷ πληθ.
Greek Monolingual
νηπιοφροσύνη, ἡ (Μ) νηπιόφρων
το φρόνημα, η σκέψη τών νηπίων, μωρία, ανοησία.